- περίλυσις
- -ύσεως, η, ΜΑ [περιλύω]κατάργηση, διάλυση (α. «ἀπονηστίζεσθαι τῇ τοῡ Πάσχα περιλύσει» β. «περίλυσις γάμου»)αρχ.(ως κύριο όν. στον πληθ.) Περιλύσειςτίτλος έργου τού Μουσαίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιλύσεις — περίλυσις cancellation fem nom/voc pl (attic epic) περίλυσις cancellation fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)